ΔΙΑΒΑ-ΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μια περιδιάβαση σε παιδικά βιβλία με θεματικό άξονα την αναπηρία

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα

Αν και παραδοσιακά η αναπηρία δεν αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα της παιδικής λογοτεχνίας και ειδικά της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξητική τάση στην κυκλοφορία παιδικών βιβλίων που συστήνουν στο νεαρότερο αναγνωστικό κοινό όψεις της αναπηρίας και προσπαθούν να το ευαισθητοποιήσουν σε θέματα ετεροτήτων. Ενώ παλαιότερα η ενσωμάτωση της διαφορετικότητας και ειδικά της αναπηρίας ως θεματικού πεδίου είτε απορριπτόταν είτε περιοριζόταν στην εγγραφή στερεοτυπικών καρικατούρων, που βασίζονταν στην υπερβολή και προκαλούσαν το γέλιο, την τελευταία δεκαετία αυξάνονται εκθετικά οι φορείς και εκφραστές ποικίλων μορφών διαφορετικότητας, οι οποίοι διαμορφώνουν μια πιο ευαισθητοποιημένη και ανθρώπινη εκδοχή της αναπηρίας. Και αυτό συμβαίνει γιατί, έχει γίνει πια αποδεκτό ότι ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά προσλαμβάνουν τη διαφορετικότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον τρόπο που την αφηγούμαστε εμείς ως ενήλικες και με τους τρόπους με τους οποίους αυτή εγγράφεται και αναπαρίσταται στα παιδικά τους αναγνώσματα.

Εκκινώντας από το παρελθόν αλλά έχοντας το βλέμμα μας στραμμένο στο σήμερα, ξεκινάμε την περιδιάβασή μας από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Γουτού Γουπατού». Παρότι έχει περάσει περισσότερος από έναν αιώνα από τη συγγραφή του (1899), το διήγημα επανήλθε δυναμικά στο εκδοτικό προσκήνιο και διασκευάστηκε πρόσφατα από εκδοτικούς οίκους σε απλούστερη γλώσσα (Παπαδόπουλος 2001, Άγκυρα 2002 κλπ.), αποδεικνύοντας τη διαχρονική μυθοπλαστική δυναμική του. Ο πρωταγωνιστικός ήρωας, ο Μανόλης, γίνεται αντικείμενο σκωπτικού σχολιασμού από την κλειστή κοινωνία της μικρής επαρχιακής πόλης, η οποία χλευάζει τη νοητική και κινητική του αναπηρία (ημιπληγία) και τον απομονώνει στο πιο ερμητικά περιχαρακωμένο περιθώριό της. Η αναπηρία του αισθητοποιείται μέσα από την καθυστέρηση που εμφανίζει στη γλωσσική του ανάπτυξη και τις διαταραχές στην ομιλία του, εξαιτίας των οποίων αποκτά το παρατσούκλι του ο ήρωας «Ταπόης» (παραφθορά της λέξης χταπόδι) και τον τίτλο του το διήγημα (παραφθορά της φράσης «Πότε να ‘ρθει του Χριστού, του Αϊ-Βασιλιού να φάμε;») Η αποτύπωση των χαριτωμένων γλωσσικών ολισθημάτων του ήρωα από συγγραφικής πλευράς αποσκοπούν στο να αναδείξουν την ευθύνη του κοινωνικού συνόλου για τη δυσκολία στην επικοινωνιακή συνδιαλλαγή, αφού δεν προσπαθεί καν να κατανοήσει τον, έστω και ελλιπή, λόγο του Μανόλη. Το συγγραφικό τέλος επιφυλάσσει για τον Μανόλη τη θριαμβική μετατόπισή του από το κοινωνικό περιθώριο στο επίκεντρό της παρέας των συνομήλικων, αφού θα καταφέρει να κερδίσει σε μάχη σώμα με σώμα τον πιο δυνατό αντίπαλο της εχθρικής συμμορίας και να ενσωματωθεί ηρωικά στο κοινωνικό σύνολο.

Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού παρουσιάζεται η ηρωίδα στο μεταφρασμένο εικονοβιβλίο του Jeanne Willis (συγγραφέας) και του Tony Ross  (εικονογράφος) Η Αργυρώ γελάει (Πατάκης, 2001). Η κινητική αναπηρία της ηρωίδας θα μείνει καλά κρυμμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, για να αποκαλυφθεί μόνο στην τελευταία σελίδα του βιβλίου μέσα από τον εικονιστική αποτύπωση της Αργυρώς. Η ευφυής αυτή συγγραφική τεχνική επιτρέπει αφενός την ταύτιση των νεαρών αναγνωστών με τον χαρακτήρα της Αργυρώς, ο οποίος δεν διαφέρει επί της ουσίας από τους ίδιους, και ενισχύει αφετέρου τη θέση περί κοινωνικής κατασκευής της αναπηρίας. Σε έναν κόσμο με προσβασιμότητα και ίσες ευκαιρίες η κινητική δυσκολία της ηρωίδας δεν θα μετατραπεί σε αναπηρία, δεν θα την αποκλείσει από την ενεργή δραστηριοποίησή της και δεν θα της στοιχίσει σε ευκαιρίες. Η Αργυρώ παραμένει ένα ακόμα παιδί, όπως όλα τα υπόλοιπα, και ζει μια φυσιολογική παιδική ηλικία, χωρίς συμβιβασμούς και στερήσεις.

Την κινητική αναπηρία πραγματεύεται και ο Στέφανος Αλεξιάδης στη νουβέλα του Τα φτερωτά σανδάλια (Υδροπλάνο, 2021), που απευθύνει σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, για να τους παρουσιάσει την καθημερινότητα ενός δεκάχρονου παιδιού με ειδικές ανάγκες και να τους προβληματίσει για τον κόσμο στον οποίο τα παιδιά αυτά καλούνται να ζήσουν. Με το κείμενό του ο Αλεξιάδης δίνει φωνή σε ένα δεκάχρονο παιδί που κινείται με αμαξίδιο και συγχρόνως χαρίζει «φτερωτά σανδάλια» στους αναγνώστες του, για να τους οδηγήσει τόσο στις φωτεινές διαδρομές της φιλίας και της ανιδιοτέλειας όσο και στα δύσβατα μονοπάτια της απόρριψης και του στιγματισμού. Υιοθετώντας την οπτική του νεαρού Φοίβου, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αφομοιώνει τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις αγωνίες του ήρωά του και διοχετεύει τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του, αποδίδοντας με πιστότητα την παιδοκεντρική σκοπιά και συρρικνώνοντας το φιλτράρισμα της ενήλικης συγγραφικής παρέμβασης.

Μέσα από την αλληγορική αφήγηση μιας οικογένειας χελωνών ο Πέτρος Πουλάκης (συγγραφέας) και ο Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφος) θα συστήσουν στο νεαρό αναγνωστικό κοινό το φάσμα του αυτισμού (Καλειδοσκόπιο, 2014). Ο ήρωας Αυτός, το όνομα του οποίου προσφέρει στο βιβλίο τον τίτλο του και μας παραπέμπει ηχητικά στην ονομασία του φάσματος, διαφέρει από τα υπόλοιπα εβδομήντα τέσσερα αδέλφια του. Δεν μιλάει πολύ, δεν εκφράζει τα συναισθήματά του, δεν αντιλαμβάνεται το χιούμορ, δεν προσανατολίζεται στον χώρο, δεν ακολουθεί τις οδηγίες της μητέρας του. Η διαφορετική αντίληψή του για τον κόσμο θα τον οδηγήσει προσωρινά στην απόρριψή του από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, μέχρι αυτά να συνειδητοποιήσουν την ιδιαιτερότητά του, να την αποδεχτούν και τελικά να την αγαπήσουν.

Έναν ύμνο στη φιλία μεταξύ των κωφών και των ακουόντων απευθύνει η Αλεξοπούλου-Πετράκη με το βιβλίο της Φίλοι;… Φως Φανάρι (Παπαδόπουλος, 2005). Η συγκινητική ιστορία δυο παιδιών που «συνομιλούν» καθημερινά, όποτε τα σχολικά τους λεωφορεία σταματούν αντικριστά στο κόκκινο φανάρι του ίδιου δρόμου, αποκτά άλλη διάσταση, όταν αποκαλύπτεται στο τέλος του αφηγήματος η κώφωση του αγοριού. Η ιδιαιτερότητα αυτή δεν θα επηρεάσει τον δυνατό δεσμό που τους ενώνει, αφού οι δυο φίλοι έχουν ήδη βρει εναλλακτικούς, μη λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας (με εκφράσεις προσώπου, ζωγραφιές κλπ), όταν κολλούσαν τα πρόσωπά τους στο παράθυρο και αντάλλασσαν πληροφορίες για την καθημερινότητά τους. Παρά το γλωσσικό εμπόδιο, τα δυο παιδιά θα παραμείνουν μέχρι τέλους οι καλύτεροι φίλοι, όπως μαρτυρά ο εικονιστικός κώδικας με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του κύκλου, που υποβάλλει συμβολικά το μήνυμα της ενότητας και της συμπόρευσης μεταξύ της κοινότητας των κωφών και των ακουόντων. Η ιστορία έχει μεταφερθεί και στην ελληνική νοηματική γλώσσα από τον εκδοτικό οίκο Παπαδόπουλος (δείτε εδώ).

Την αναπηρία ως απόρροια κοινωνικών προκαταλήψεων και στερεοτύπων θεματοποιεί η Χατζοπούλου-Καραβία Λία στο βιβλίο της Ρίκι, ένα παραμύθι για τυφλοπόντικες κάθε ηλικίας (Πατάκης, 2001). Με ένα μυθοπλαστικό τέχνασμα η συγγραφέας ανατρέπει την παρωχημένη αντίληψη για την εγγενή προέλευση της αναπηρίας, αφού στον κόσμο των τυφλοπόντικων ως σοβαρή οπτική βλάβη θεωρείται η καλή όραση της ηρωίδας, γεγονός που υποδεικνύει την ετερότητα ως συνθήκη του κοινωνικού περιβάλλοντος και όχι ως βιολογικό χαρακτηριστικό του ατόμου. Σε έναν κόσμο λοιπόν, που η ελλιπής όραση είναι ο κανόνας, η κατ’ εξαίρεση αισθητηριακή δεινότητα μιας τυφλοποντικίνας αποτελεί ικανό λόγο για τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση της ίδιας και της οικογένειάς της. Η Ρίκι όμως προασπίζεται τη μοναδικότητά της και δίνει με το παράδειγμά της ένα μήνυμα αποδοχής της διαφορετικότητας προς κάθε κατεύθυνση.

Η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή έχει επεκταθεί και στο πεδίο των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών με το εικονογραφημένο βιβλίο Τα γράμματα χορεύουν της Μαρίας Ρουσσάκη (Παπαδόπουλος, 2001) να αποτελεί το πρώτο δείγμα της παιδικής λογοτεχνίας που παρουσιάζει τη δυσλεξία στο ελληνόφωνο κοινό. Στο επίκεντρο τίθεται η γονική παρέμβαση και η παιδαγωγική διαχείριση της μαθησιακής δυσκολίας, που απαιτεί ψυχραιμία και κατανόηση. Μέσα από ένα σύγχρονο και νηφάλιο πρίσμα αισθητοποιείται συμβολικά ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο οι δυσλεξικοί μαθητές προσεγγίζουν και κατανοούν τον κόσμο τόσο κειμενικά, όταν η ηρωίδα εκφράζει την αγάπη που έχει για τον χορό και τη δυσφορία που της προκαλούν τα μαθήματα, όσο και εικονιστικά, όταν παρουσιάζονται από την πολυβραβευμένη εικονογράφο Ίριδα Σαμαρτζή τα σχολικά σύνεργα να «χορεύουν» σε διάφορα σημεία της σελίδας και τα γράμματα και οι αριθμοί να παίρνουν μορφές.

Με βάση τα παραπάνω αναδεικνύεται μια τάση στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία να απομακρυνθεί από την επιλογή της αποσιώπησης και του αυτοοικτιρμού, για να κατευθυνθεί προς την παραδοχή της μεταβλητότητας της αναπηρίας στον χώρο και τον χρόνο. Τα σύγχρονα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία λοιπόν, τολμούν πλέον να τοποθετούν στο θεματικό τους επίκεντρο την αναπηρία και επιστρατεύουν μηχανισμούς και τεχνικές, για να αποκρυσταλλώσουν μια ιδεολογική παρέμβαση, που σταδιακά απομακρύνεται από το ιατρικό μοντέλο θέασης της αναπηρίας ως μιας αμετάκλητης παθολογικής κατάστασης, που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, προς την κατεύθυνση του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας, το οποίο την αντιμετωπίζει σαν μια μεταβλητή στον χώρο και τον χρόνο κοινωνική κατασκευή, που μετατρέπει την όποια γενετήσια ή επίκτητη βιολογική ανεπάρκεια σε αναπηρία λόγω της αδυναμίας (ή και αδιαφορίας) της εκάστοτε κοινωνίας να αφομοιώσει τη διαφορετικότητα των μελών της. Στο πλαίσιο αυτό η αναπηρία βιώνεται σαν μια μορφή ετερότητας, που απορρέει από το κοινωνικό σύνολο και την απροθυμία του να ενσωματώνει στους κόλπους του τον ετερογενή πληθυσμό του με εγγενείς βιολογικές ανεπάρκειες. Γι’ αυτό τον λόγο, οι σύγχρονοι συγγραφείς δείχνουν τον δρόμο της αποδοχής και της συναδέλφωσης, που προκύπτει αβίαστα, χωρίς διδακτικές προθέσεις και καθοδηγητικές υποδείξεις, προσφέροντάς μας πια μια μεγάλη ποικιλία παιδικών αναγνωσμάτων, τα οποία υποβάλλουν χωρίς να επιβάλλουν την ευαισθητοποίηση των μικρών αναγνωστών σε θέματα αναπηρίας.

Τυρπάνη Παναγιώτα

Φιλόλογος ΕΑΕ

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Μετάβαση στο περιεχόμενο